Πελίτογλου – Παντζιαράς στο LF.gr: Δύο προπονητές του έφηβου Τσιμίκα αφηγούνται το ιστορικό της καθιέρωσης του
O προπονητής που «έπλασε» το «ατίθασο παιδί που ήταν πάντα με μια μπάλα στα χέρια» πριν το αποχαιρετήσει για τον Πανσερραϊκό, και ο προπονητής που απόλαυσε για λίγο τους καρπούς της δουλειάς του Σάκη Αναστασιάδη με τον έφηβο Κώστα Τσιμίκα, πριν του ευχηθεί «καλό ταξίδι» προς τον Πειραιά, διηγούνται στο LiverpoolFans.gr το ιστορικό της διαδρομής του δεύτερου Έλληνα στην ιστορία της Liverpool και τα στοιχεία που από νωρίς «πρόδιδαν» την εξέλιξη του «Τσίμι».
Δεν ψάξαμε να βρούμε ποιος ανακάλυψε ή και έφτιαξε τον Κώστα Τσιμίκα. Αλλά ακόμα κι αν ήταν αυτός ο στόχος μας, μετά το τέλος της συνέντευξης με τους Νίκο Πελίτογλου και Ανδρέα Παντζιαρά, η απάντηση δε μπορεί να είναι άλλη παρά η εξής: ο Κώστας Τσιμίκας έφτιαξε τον εαυτό του, με την αμέριστη στήριξη της οικογένειας του. Τελεία.
Ο 24χρονος αριστερός μπακ από τον Λευκώνα Σερρών «γαλουχήθηκε» στα πλαστικά γηπεδάκια της Νεάπολης στη Θεσσαλονίκη, στην Ακαδημία Νεάπολης, στα χέρια και κάτω από το βλέμμα του Νίκου Πελίτογλου, έπαιξε 13 ετών στο Γ τοπικό και έφυγε για τον Πανσερραϊκό, όπου τον «λάξευσε» με επιμονή και προσοχή ο Σάκης Αναστασιάδης από τους νέους ως την πρώτη ομάδα. Στο τελευταίο του εξάμηνο σε αυτήν, πριν φύγει στον Ολυμπιακό, ήταν διπλά τυχερός: ο Μπόζιταρ Τάντιτς που ήρθε να του… πάρει τη θέση τον χειμώνα, προδώθηκε από το γόνατο του. Ο Τσιμίκας όχι απλώς έπαιξε, αλλά πήρε – εξωαγωνιστικά – από τον Σέρβο πολύπειρο ποδοσφαιριστή την παιδεία του πρωταθλητισμού.
Ο Ανδρέας Παντζιαράς δεν μπορούσε παρά να αντιληφθεί το προφανές: αυτός ο 17χρονος θα έπαιζε ποδόσφαιρο. Λίγους μήνες μετά, από τη Γ Εθνική, ο «Τσίμι» θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τις ομάδες Κ20 των σπουδαιότερων συλλόγων της Ευρώπης και γρήγορα θα έφτανε στην καθιέρωση στον «Πειραιά», παίρνοντας μαθήματα σε κάθε στάση του.
Ο Νίκος Πελίτογλου σήκωσε με χαρά το ακουστικό του τηλεφώνου του, και τον αποκαλεί «Ντίνο»…
Σε τι ηλικία είχε έρθει στην Ακαδημία, πώς θυμάσαι τα πρώτα του χρόνια;
«Ήρθε από τα τζούνιορ σε μας, από πολύ μικρός, και αυτός και αδερφός του που είναι λίγο μεγαλύτερος. Τον είχα εγώ. Μέχρι και στη Γ κατηγορία είχε αγωνιστεί με την ομάδα μας τότε. Ο αδερφός του έπαιζε στον ΑΣ Νεάπολης, και όταν εκεινοι ανέβηκαν στην Α1, έφυγαν και οι δύο μαζί για τον Πανσερραϊκό.
Ο Ντίνος, παρότι γεννημένος το ’96, ανέβαινε συχνά στους ’95άρηδες και στους ’94άρηδες και, όχι απλώς στεκόταν, αλλά έπαιζε και καλά. Όταν μπορούσαμε και είχαμε την ευκαιρία, τον ανεβάζαμε στους πιο μεγάλους. Ξεχώριζε, μόνο που τον έβλεπες καταλάβαινες, δε χρειαζόταν περισσότερη ανάλυση.
Εμείς αρχικά είχαμε στρέψει τα βλέμματα μας στον αδερφό του και δύο ακόμα ποδοσφαιριστές της γενιάς εκείνης. Και ύστερα στον Ντίνο. Προσπαθούσαμε πάντοτε τα παιδιά τα καλά να τα προωθούμε, να τους βοηθήσουμε να φύγουν σε μεγάλο σύλλογο, σε ΠΑΕ. Ο αδερφός του για παράδειγμα ήταν πολύ κοντά στο να φύγει στον Παναθηναϊκό αλλά τελικά δεν έγινε η μετακίνηση. Και ο ΠΑΟΚ ενδιαφέρθηκε και είχαν γίνει επαφές. Τελικά πήγαν στον Πανσερραϊκό».
Σε τι θέση αγωνιζόταν μικρός;
«Αριστερά μπροστά, αλλά υπήρχαν στιγμές που γύριζε πίσω, έκοβε τη μπάλα και φώναζε και στον μπακ του “γιατί δεν έρχεσαι να κόψεις, ο άλλος είναι έτοιμος να βάλει γκολ” (σ.σ. γέλια)!»
Τι θυμάσαι από τη συμπεριφορά του και την παρουσία του, πώς ηταν ως παιδί και ως νεαρός ποδοσφαιριστής;
«Ήταν ένα ατίθασο παιδί, δεν ήθελε πολύ τα γράμματα, ήταν όλη μέρα έξω, όλη τη μέρα στη μπάλα, με μια μπάλα στα χέρια και στα πόδια, από προπόνηση σε προπόνηση».
Σε προϊδέαζε καθόλου για το τι θα ακολουθούσε;
«Όταν είχαμε πάει να δώσουμε τον Στέργιο στον ΠΑΟΚ – τους είχε δει ο Πουρλιοτόπουλος και από τους αγώνες με την Ένωση – τους είπα “πάρτε τον Στέργιο και τον Ντίνο σας τον κάνουμε δώρο. Αλλά να ξέρετε, ο μικρός θα παίξει”. Έβλεπα ότι θα παίξει, ήταν φανερό, ήταν πολύ ιδιαίτερο παιδί. Και τους δύο τους ήξερε και ο Θόδωρος ο Ελευθεριάδης (σ.σ. Υπεύθυνος Ακαδημιών) από τον ΠΑΟΚ».
Τι του εύχεσαι;
«Να ναι υγιής, αυτό του έστειλα, γιατί δεν μπορέσαμε και να μιλήσουμε. Να είναι υγιής και από κει και πέρα δεν φοβάμαι τίποτα γι’ αυτόν. Πιστεύω πως αν τυχόν πάρει την ευκαιρία και μπει, μετά δε θα βγαίνει. Είναι ποδοσφαιρόφατσα, είναι άνθρωπος της μπάλας. Όταν ένας ποδοσφαιριστής τα δίνει όλα στο γήπεδο, σημαίνει ότι παίζει με την καρδιά του, όχι μόνο με τις ικανότητες».
Χτυπώντας την πόρτα του γραφείου του στα αποδυτήρια του Μακεδονικού, προχωρήσαμε μέσα και είδαμε τον Ανδρέα Παντζιαρα να μας περιμένει χαμογελαστός, κρύβοντας την κούραση από την πρωινή προπόνηση της ομάδας του.
Πρώτα τον είδες ή πρώτα έμαθες και σου μίλησαν για τον Κώστα;
«Πρώτα μου μίλησε ο γενικός αρχηγός, ο Ανδρέας ο Σαββίδης, και μου είπε για ένα εξαιρετικό ταλέντο, που είναι 16,5-17 χρονών, και ότι πρέπει να του δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή. Πριν πάω εγώ, προπονητής του ηταν ο Σάκης Αναστασιάδης και έπαιζε, έπαιρνε χρόνο συμμετοχής. Μπορεί να μην έπαιζε σε αρκετά παιχνίδια βασικός, αλλά ήταν ένα παιδί που είχε δουλέψει με τον Αναστασιάδη για δύο χρόνια και στην ομαδα νέων του Πανσερραϊκού, υπήρχε στην ομάδα, ήταν ενεργό μέλος δηλαδή».
Πώς τον εμπιστεύτηκες και κατέληξες να τον χρησιμοποιείς; Πόσο περίπου αγωνίστηκε μαζί σου και πόσο δύσκολο ήταν να σπάσεις το ελληνικό σύμπλεγμα να μην εμπιστευόμαστε 17χρονους σε συνθήκες πρωταθλητισμού;
«Όταν πήγα στην ομάδα, επειδή ήταν μεταγραφική περίοδος τότε, είχαμε μια συζήτηση με την διοίκηση και πήραμε τον Τάντιτς, έναν πολύ έμπειρο ποδοσφαιριστή, που είχε ξαναπεράσει από την ομάδα, μια πολύ δυνατή προσωπικότητα για το ποδόσφαιρο. Ο Τάντις έπαιξε κάποια παιχνίδια ως βασικός, όμως μετά είχε έναν τραυματισμό στο γόνατο, και μοιράστηκε ο χρόνος συμμετοχής ανάμεσα σε Τσιμίκα και Ασλανίδη, ένα άλλο παιδί με πολύ καλά στοιχεία επίσης.
Όσον αφορά στον Κωνστνατίνο, θυμάμαι τον είχα ξεκινήσει βασικό σε ένα παιχνίδι και τον έβγαλα αλλαγή στο 33′, εντός έδρας… Εντάξει, η προσαρμογή σε μια ομάδα που πρωταγωνιστεί δεν είναι ποτέ εύκολη. Ο Πανσερραϊκός ήταν μια ομάδα που φτιάχτηκε από νέους εκείνη τη σεζόν και είχε ως στόχο να βρεθεί στις πρώτες 4-5 θέσεις. Όταν πήγα εγώ, όμως, τη βρήκα στη δεύτερη θέση και φυσικά ο στόχος ήταν πλέον ο πρωταθλητισμός. Δεν είναι εύκολο για ένα παιδί 17 χρονών να ανταπεξέλθει σε συνθήκες πρωταθλητσιμού.
Αλλά εντάξει, ο Τσιμίκας είχε σε πολύ υψηλό επίπεδο τα πέντε βασικά χαρακτηριστικά για να γίνει κάποιος ποδοσφαιριστής, αυτά που καθορίζουν οι Άγγλοι με τον όρο «trips»: τεχνική, εξυπνάδα, προσωπικότητα, αντοχή και ταχύτητα. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Αλλά, βέβαια, είχε και περιθώρια βελτίωσης.
Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν τότε και τα αποδυτήρια του Πανσερραϊκού, γιατί όπως έχω πει, μέσα στα αποδυτήρια υπήρχαν τότε τέσσερις πολύ δυνατές προσωπικότητες, ο Νίνο Μιλένκοβιτς, ο Μπόζιταρ Τάντιτς, ο Σάκης Γκόγκας και ο Νίκος Κατσαβάκης. Κάποιοι από αυτούς έχουν παίξει Εθνική, ευρωπαϊκές διοργανώσεις, ο Σάκης είναι σημαία του Πανσερραϊκού. Τον έβαλαν γρήγορα στη φιλοσοφία των αποδυτηρίων και πολύ γρήγορα στη φιλοσοφία του πρωταθλητισμού.
Σημαντικό κομμάτι έπαιξε και ο αδερφός του, ο Στέργιος, επίσης εξαιρετικός ποδοσφαιριστής που θα μπορούσε να κάνει πολύ μεγάλη καριέρα. Τον βοήθησε πολύ, τον συμβούλευε πάρα πολύ, δηλαδή δεν τον άφηνε να ξεφεύγει στην ουσία».
Θεωρείς ότι ήταν από τότε φανερό ότι θα έπαιζε κάποτε τόσο ψηλά όσο η Liverpool; Ή ήταν ένας συνηθισμένος 17άρης;
«Είχε πάρα πολύ θράσος, άγνοια κινδύνου. Εγώ τον χρησιμοποιούσα ως αριστερό γουίνγκερ, είχε πάρα πολύ θράσος. Αν εξαιρέσεις το πρόσωπο του, δεν αντιλαμβανόσουν ότι είναι ένα παιδί 17 χρονών. Χρειαζόταν, βέβαια, να του προσθέσεις αρκετά πράγματα στο παιχνίδι του. Είχε βάλει και πέντε γκολ εκείνη τη σεζόν, γενικά ήταν ένα παιδί που γούστερε το ποδόσφαιρο, φαινόταν. Αλλά δε μπορώ να φανταστώ ότι κάποιος που έβλεπε έναν 16χρονο, θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα έφτανε να παίξει στην πρωταθλήτρια Ευρώπης!».
Έκανες ποτέ κάποια προσωπική συζήτηση με τον ίδιο ή και την οικογένεια του; Πώς έβλεπαν οι ίδιοι τα πράγματα; Τι σκεφτόντουσαν για τις δυνατότητες του;
«Η αλήθεια είναι ότι είχαμε επικονωνία και έχουμε ακόμα σε κάποιο βαθμό. Έχει προσπαθήσει και έχει δουλέψει πάρα πολύ, είναι από οικογένεια που ήθελε τα παιδιά της να παίξουν ποδόσφαιρο και έκανε πάρα πολλές θυσίες, προσπάθησε πάρα πολύ.
Θεωρώ ότι ήταν σταθμός γι’ αυτόν η αγωνιστική κατάσταση που είχε στην Κ20 του Ολυμπιακού, με προπονητή τον κ. Βούζα. Αν δει κανείς τα στατιστικά του, έκανε στην πρώτη του σεζόν 56 παιχνίδια ως βασικός! Είτε ήταν φιλικά, είτε επίσημα πρωταθλήματος είτε με την Εθνική, είτε στο UEFA Youth League. Δηλαδή, φεύγοντας από Πανσερραϊκό, την επόμενη σεζόν έπαιξε με την Κ20 της Bayern, της Juventus και της Shakhtar Donetsk! Πολύ γρήγορο τσαλάκωμα, πολύ γρήγορες “σφαλιάρες”, πολύ γρήγορες εμπειρίες, πολύ υψηλό επίπεδο.
Το πιο σημαντικό είναι ότι σε αυτά τα 56 παιχνίδια, δεν έβγαλε ποτέ έναν τραυματισμό. Αυτό σημαίνει ότι άντεχε ο οργανισμός του να διαχειριστεί πολύ υψηλά αγωνιστικά φορτία, και νομίζω είναι πολύ σηματνικό κομμάτι αυτό για να μπορέσεις να κάνεις καριέρα, το να μην έχεις καθόλου τραυματισμούς, που σημαίνει ότι είναι πολύ καλά δομημένο το κορμί του και η φυσική του κατάσταση, και αυτό φαίνεται πλέον από τη συνέχεια στην πορεία του.
Είναι πολύ τυχερός που οι δανεισμοί του έγιναν σε δύο ομάδες, την Esbjerg και τη Willem, που δεν έχουν τρομερή πίεση, αλλά διαθέτουν φοβερές εγκαταστάσεις και δίνουν τεράστια προσοχή στους νέους ποδοσφαιριστές. Παρέχουν τα πάντα, από δασκάλους, αυτοκίνητα, μεταφραστές, άτομα όλη μέρα δίπλα στον ποδοσφαιριστή. Έτσι, ο Κώστας άρχισε, πιστεύω, να νιώθει ότι είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός παίκτης στα 20 του, γέμισε παιχνίδια, γέμισε βραβεία MVP, ειδικά στη Willem, όπου βγήκε τέσσερις φορές στην καλύτερη 11άδα της εβδομάδας και δύο φορές καλύτερος παίκτης της αγωνιστικής. Αυτό δεν είναι εύκολο για έναν αριστερό μπακ, ειδικά σε ένα πρωτάθλημα όπως το ολλανδικό με επιθετικές τάσεις. Στην Ολλανδία έμαθε να δουλεύει και το κομμάτι της άμυνας, και ύστερα είδαμε πώς προχώρησε στον Ολυμπιακό».
Τις «σειρήνες» από τον Ολυμπιακό τις πρόλαβες, τις άκουσες όσο ήσουν εκεί; Σας είχαν προσεγγίσει από νωρίς; Ή διατηρούσαν χαμηλό προφίλ και ήρθε ξαφνικά η μετακίνηση του;
«Απ’ ό,τι ξέρω, στα 15 του είχε κατεβεί πάλι στου Ρέντη για κάποιες προπονήσεις. Όταν ήμουν στον Πανσερραϊκό, με είχε πάρει τηλέφωνο ο κύριος Γιώργος Κουκολάκης, που ήταν υπεύθυνος για το σκάουτινγκ στην Κ20, και ήρθε να τον δει σε ένα παιχνίδι νομίζω κόντρα στον Κιλκισιακό ή με τον Μακεδονικό στη Θεσσαλονίκη, είχε πάει πάρα πολύ καλά ο Κώστας. Ύστερα ζητήθηκε να κατεβεί το παιδί για μια εβδομάδα προπονήσεων με την Κ20 του Ολυμπιακού και το καλοκαίρι έγινε κατευθείαν η πρόταση για να παάει οριστικά κάτω».
Αν ξεχώριζες ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα του, ποια θα ήταν αυτά; Και, τέλος, τι του εύχεσαι στη νέα σελίδα που γράφει πλέον;
«Σίγουρα πιστεύω ότι το πλεονέκτημα του μέσα στο παιχνίδι είναι ότι βγάζει τρομερή ενέργεια, τρομερή διάθεση. Νιώθεις ότι χωρίς αυτόν η ομάδα μειονεκτεί, άρα έχει κάνει πολύ αισθητή την παρουσία του μέχρι τώρα. Είναι πολύ σημαντικός για οποιαδήποτε ομάδα. Λειτουργεί και βοηθά πάρα πολύ και στο επθετικό κομμάτι και μάλιστα θεωρώ ότι αυτήν τη στιγμή είναι ένας από τους κορυφαίους ακραίους αμυντικούς σε προσφορά στο επιθετικό κομμάτι στην Ευρώπη. Αλλά και στο αμυντικό κομμάτι έχει βελτιωθεί πάρα πολύ, αντιμετωπίζοντας τους καλύτερους επιθετικούς και γουίνγκερ της Ευρώπης.
Μεινοέκτημα… Νομίζω το κέρουν καλύτερα από μένα οι προπονητές που συνεργάστηκαν μαζί του απ’ όταν έγινε επαγγελματίας και μετά.
Εντάξει, νομίζω ότι αυτήν τη στιγμή ζει ένα όνειρο. Έχει μπροστά του τρία τράστια κίνητρα: το ένα είναι ο προπονητής, ο Jurgen Klopp, ο κορυφαίος προπονητής στον κόσμο, το δεύτερο η Liverpool, η πρωταθλήτρια Ευρώπης και τελευταίο το Anfield, το κατ’ εμέ ιστορικότερο γήπεδο του κόσμου. Πρέπει να ρουφήξει κάθε δευτερόλεπτο, να μην αφήσει να φύγει τίποτα κάθε μέρα. Αλλάζει η ζωή του, οφείλει πολλά στην οικογένεια του, αλλά νομίζω ότι τα πάντα τα οφείλει στη δουλειά και τις θυσίες που ο ίδιος έχει κάνει, μιας και μόνο αυτός ξέρει πόσο έχει δυσκολευτεί ως νέος για να φτάσει στην κορυφή όπου έφτασε τώρα».